- μεταδρομος
- μετάδρομοςμετά-δρομος2преследующий по пятам
(μετάδρομοι κακῶν πανουργημάτων κύνες Soph. - об Эриниях)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(μετάδρομοι κακῶν πανουργημάτων κύνες Soph. - об Эриниях)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
μετάδρομος — μετάδρομος, ον (ΑM) 1. αυτός που τρέχει πίσω από κάποιον, που καταδιώκει κάποιον 2. αυτός που εκδικείται για κάτι, ο εκδικητής, ο τιμωρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + δρόμος (πρβλ. διά δρομος, παρά δρομος)] … Dictionary of Greek
μετάδρομοι — μετάδρομος running after masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)